- πλακουτσοκέφαλος
- και πλατσουκοκέφαλος, -η, -ο, Ναυτός που έχει πλατύ, πλακουτσωτό κεφάλι, ο πλατυκέφαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλακουτσός + κεφάλι (πρβλ. χοντρο-κέφαλος). Ο τ. πλατσουκοκέφαλος με μετάθεση].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατσουκοκέφαλος — η, ο, Ν βλ. πλακουτσοκέφαλος … Dictionary of Greek